ασπρίζω — ασπρίζω, άσπρισα βλ. πίν. 33 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής
ασπρίζω — ισα, ίστηκα, ισμένος 1. ως μτβ., λευκαίνω, ασβεστώνω: Πρέπει να ασπρίσουμε το σπίτι. 2. ως αμτβ., γίνομαι άσπρος, αποχτώ άσπρα μαλλιά: Άσπρισαν τα μαλλιά του. 3. φαίνομαι άσπρος: Μακριά τους κάτι άσπριζε … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λευκαίνω — (AM λευκαίνω) [λευκός] 1. κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω (α. «οι καθαροί λευκαίνονται αιθέριοι κάμποι», Κάλβ. β. «ἐς γένυν ἕρπει λευκαίνων ὁ χρόνος», Θεόκρ. γ. «ἡ δὲ χροιὰ τοῡ σώματος οὔτε πρὸς τὸ θηλυπρεπὲς ἐλευκαίνετο, οὔτε πρὸς τὸ μελάντερον… … Dictionary of Greek
ξασπρίζω — 1. κάνω κάτι να αποκτήσει λευκό χρώμα, ασπρίζω, λευκαίνω 2. γίνομαι λευκός, αποκτώ λευκό χρώμα 3. αποχρωματίζω, ξεθωριάζω («τα ρούχα τά ξάσπρισε ο ήλιος») 4. χάνω το χρώμα μου, αποχρωματίζομαι, ξεθωριάζω 5. (για στάχια) ωριμάζω. [ΕΤΥΜΟΛ. <… … Dictionary of Greek
άσπρισμα — το [ασπρίζω] 1. το το να κάνει άσπρο κάποιος κάτι με πλύσιμο ή με καθάρισμα 2. το ασβέστωμα … Dictionary of Greek
άσπρος — Πεδινός οικισμός (υψόμ. 60 μ., 912 κάτ.) του νομού Κιλκίς. Βρίσκεται στην κοιλάδα του Αξιού, κοντά στα σύνορα με τον νομό Θεσσαλονίκης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Πολυκάστρου. * * * η, ο (AM ἄσπρος, η, ο) ο λευκός μσν. νεοελλ. 1. ο ασημένιος… … Dictionary of Greek
αργαίνω — ἀργαινω (Α) [αργός Ι] κάνω κάτι λευκό, ασπρίζω … Dictionary of Greek
ασβεστώνω — [ασβέστης] 1. επαλείφω με ασβέστη, ασπρίζω τοίχο 2. χρησιμοποιώ άφθονα καλλυντικά για το πρόσωπο («ασβεστωμένα μούτρα») 3. ανακατεύω χώμα με ασβέστη για λίπανση … Dictionary of Greek
ασπριστής — ο [ασπρίζω] αυτός που ασπρίζει, που ασβεστώνει τοίχο, σπίτι κ.λπ … Dictionary of Greek
γαλακτίζω — και γαλαχτίζω (AM γαλακτίζω) [γάλα] νεοελλ. ασβεστώνω, ασπρίζω αρχ. μσν. τρέφω με γάλα αρχ. 1. είμαι λευκός σαν το γάλα 2. διαγράφω τροχιά σαν τού Γαλαξία … Dictionary of Greek